χαμαμηλιδώδη

χαμαμηλιδώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών η οποία περιλαμβάνει 30 γένη και έως 150 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hamamelidales].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαμαμηλιδίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης χαμαμηλιδώδη, με 28 περίπου γένη και με τυπικό το γένος χαμαμηλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hamamelidaceae] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”